Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 η αστυνομία σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο ενώ εκείνος ήταν έξω με τους φίλους του. Ο θάνατός του πυροδότησε ταραχές που συγκλόνισαν την Αθήνα για τρεις εβδομάδες. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ, κάποια παιδιά που έζησαν τον θάνατό του και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν θυμούνται τα γεγονότα, ενώ βρίσκονται αντιμέτωπα με τις συνεχιζόμενες κρίσεις στην Ελλάδα. Η ταινία δίνει φωνή στα παιδιά αυτά, των οποίων η ζωή άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει μετά τον Δεκέμβρη του 2008. Παρακολουθούμε τις ζωές, τις ελπίδες, τα όνειρα και τους φόβους τους καθώς πορεύονται προς ένα αβέβαιο μέλλον σε καιρούς μεγάλων αναταραχών.
Η ταινία Athens: Social Meltdown αποτελεί μέρος ενός εν εξελίξει ερευνητικού έργου, το οποίο μελετά τις γρήγορες δομικές αλλαγές που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Η ταινία περιλαμβάνει βίντεο και φωτογραφίες -συχνά βίαιες- από τους δρόμους και κάνει ένα πορτρέτο της εκτεταμένης οικονομικής δυσπραγίας, την οποία υφίστανται οι κάτοικοι της πόλης.
Έναν χρόνο μετά τις εξεγέρσεις του Ιουνίου του 2011, η Αθήνα βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Το κληροδότημα που άφησε ο Δεκέμβρης, ο Ιούνιος και η Πλατεία Συντάγματος είναι ακόμη δύσκολο να αποτιμηθεί. Μελλοντικοί κοινωνικοί αγώνες, όμως, πρόκειται να το προσεγγίσουν πάλι για να το κατανοήσουν και, τελικά, να το υπερβούν.
Ο Samir, φίλος του σκηνοθέτη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βηρυτό, όπου έζησε χωρίς πολιτικά δικαιώματα εξαιτίας της προσφυγικής του προέλευσης. Στην αναζήτησή του για μια «κανονική» ζωή και μια αίσθηση του ανήκειν, ο Samir έκανε ένα σύντομο πέρασμα από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Λιβάνου. Μετά την ήττα της αριστεράς και νιώθοντας ανίκανος να σχετιστεί με την πραγματικότητα, δημιουργεί το δικό του παράλληλο σύμπαν, όπου οι νίκες δεν είναι αδύνατες.
Δυο χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη επίσκεψη του κινηματογραφιστή στην πόλη Aleppo. Με την επιστροφή του εκεί διάφορες περιοχές έχουν απελευθερωθεί. Ο σκηνοθέτης εκπλήσσεται που η αγορά του Al Shaar είναι ακόμη γεμάτη ζωή, παρ’ όλες τις βάρβαρες επιθέσεις που σχεδόν μετέτρεψαν το Aleppo σε πόλη φάντασμα. Έτσι, αποφασίζει να κάνει μια ταινία για αυτή την αγορά, για να παρουσιάσει μια πλευρά της πόλης διαφορετική από εκείνη που προβάλλεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ελλάδα. Γνωστοί πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι αλλά και πολιτικοί που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των οικονομικών πραξικοπημάτων περιγράφουν τις διασυνδέσεις της ΕΕ με μεγάλες επιχειρήσεις και τράπεζες.
Για να εξασφαλίσει πλήρη ανεξαρτησία από ιδιωτικές εταιρίες και συμφέροντα, η παραγωγή χρηματοδοτήθηκε μέσω crowd funding -συγκεκριμένα με δωρεές από πολίτες, συνδικάτα καθώς και ανεξάρτητους οργανισμούς και ιδρύματα ανά τον κόσμο.
Κινηματογραφημένη στο κατεχόμενο από το Ισραήλ συριακό Golan, στο κατεστραμμένο χωριό Ain Fit, μια γυναίκα συγυρίζει σχολαστικά το δωμάτιο ενός ερειπίου. Η ταινία της Maddah αποτελεί μια ποιητική απόπειρα να καταγραφεί η προσπάθεια ενός ατόμου να δημιουργήσει συνθήκες ιδιωτικότητας και οικειότητας σε μια βίαιη περιοχή που χαρακτηρίζεται από την τραγωδία και την καταστροφή.
Η μικρού μήκους ταινία του Ayman Nahle καθιστά τους θεατές μάρτυρες ενός τηλεφωνήματος ανάμεσα στον γραμματέα του Άσαντ και σε προσωπικό του Λευκού Οίκου. Την ίδια στιγμή προβάλλονται Σύροι πρόσφυγες που περιμένουν στο λιμάνι της Σμύρνης, όπου χιλιάδες άνθρωποι προετοιμάζονται για το ταξίδι τους στο άγνωστο καθημερινά.
Η Πάτρα είναι κεντρικό λιμάνι της Ελλάδας στην Αδριατική θάλασσα -η Ιταλία βρίσκεται μονάχα μερικά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, μετανάστες έχουν έρθει στην Πάτρα γιατί είναι μια πύλη εξόδου· το τελευταίο λιμάνι απόπλου για εκείνους που ελπίζουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Δυτική Ευρώπη. Η ταινία ακολουθεί εκείνους που προσπαθούν να επιβιώσουν καθημερινά στην Πάτρα, αναπολούν την εποχή των συλλογικών διεκδικήσεων των μεταναστών και αναρωτιούνται τι επιφυλάσσει το μέλλον.
Κινηματογραφημένο στο Ιράκ και τη Συρία, το αριστούργημα του πολιτικού αραβικού κινηματογράφου είναι βασισμένο στη νουβέλα Men Under the Sun (1963) του Παλαιστίνιου συγγραφέα Ghassan Kanafani. Συνδυάζοντας τις καινοτόμες αφηγηματικές τεχνικές του φλάσμπακ και των υποκειμενικών πλάνων, η ταινία ανασυνθέτει τις ιστορίες τριών Παλαιστίνιων προσφύγων από διαφορετικές γενιές. Οι πρωταγωνιστές συναντιούνται σε ένα ασφυκτικά ζεστό μεταλλικό βυτιοφόρο στην προσπάθειά τους να διασχίσουν την έρημο για το Κουβέιτ για ένα καλύτερο μέλλον. Ο Tawfiq Saleh υιοθετεί ευφυώς τη νουβέλα του Kanafani για να αντικατοπτρίσει την πολιτική κατάσταση της εποχής του. Το σχόλιό του επεκτείνεται καταλογίζοντας υποκρισία στα σύγχρονά του Αραβικά καθεστώτα και θέτοντας το ζήτημα της ανάγκης για κινητοποίηση ενάντια στην πολιτική και οικονομική αδικία.
Τον Δεκέμβρη του 2010, τριάντα πέντε μετανάστες εργάτες ξεκίνησαν δημόσια απεργία πείνας στη νομαρχία των Ιωαννίνων που κράτησε δώδεκα μέρες. Το αίτημά τους ήταν να πληρωθούν για τους μήνες δουλειάς που έκαναν σε μεγάλη φυτεία ντομάτας από τον εργοδότη τους, ο οποίος τους είχε αντιμετωπίσει ως σκλάβους. Η δημόσια διαμαρτυρία τους σύντομα προσέλκυσε τη στήριξη κατοίκων της πόλης. Η πολιτική στήριξη μετατράπηκε σε προσωπική σχέση και οδήγησε στη δημιουργία μιας κοινότητας.
Ακτιβιστές, καλλιτέχνες και ερευνητές θα ανταλλάξουν τις εμπειρίες και τις απόψεις τους όσον αφορά πτυχές της μετανάστευσης και της εξορίας.
Η Reem al-Ghazzi συχνά φτιάχνει και ποστάρει μικρού μήκους ταινίες στο διαδίκτυο. Συνδυάζει εικόνες και μουσική για να μιλήσει για την καθημερινότητά της στη Δαμασκό. Η ταινία Dewdrops κινηματογραφήθηκε από το μπαλκόνι του σπιτιού της με το κινητό της τηλέφωνο.
4 Φεβρουαρίου 2011: η οικογένεια ετοιμάζεται να πάει στη διαμαρτυρία. Το πλήθος εξαγριωμένο κραυγάζει: «Κάτω ο δικτάτορας Mubarak που εξευτελίζει τους Αιγύπτιους τα τελευταία τριάντα χρόνια!».
27 Μαΐου 2011: ο δεκατριάχρονος Σύρος Hamza al-Khateeb φυλακίζεται και βασανίζεται μέχρι θανάτου. Η Συρία εξεγείρεται.
Η ταινία συνιστά μια σκέψη για τη ζωή, τον θάνατο και την πολιτική δέσμευση.
Η ταινία γυριζόταν για τρία χρόνια στην πόλη Homs της Συρίας ακολουθώντας δύο ξεχωριστούς νεαρούς από την εποχή που οραματίζονταν την ελευθερία και υπερασπίζονταν τον πασιφισμό, έως την ώρα που αναγκάστηκαν να κάνουν διαφορετικές επιλογές. Ο πρώτος είναι ο Basset, δεκαενιάχρονος τερματοφύλακας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Αρχικά μετατρέπεται σε ηγετική, γνωστή για τα τραγούδια της, μορφή στις διαδηλώσεις στη Homs και στη συνέχεια μπαίνει στον ένοπλο αγώνα. Ο δεύτερος είναι ο εικοσιτετράχρονος Ossama, γνωστός ακτιβιστής κινηματογραφιστής. Πασιφιστής και κυνικός, αλλάζει οπτική όταν συλλαμβάνεται από τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος. Στην ταινία αποτυπώνεται η ιστορία μιας πόλης για την οποία ο κόσμος έχει ακούσει πολλά, αλλά ποτέ δεν βρέθηκε πραγματικά κοντά της. Η ταινία Return to Homs είναι ένα σύγχρονο αφήγημα για τη νιότη εν καιρώ πολέμου και τις βεβιασμένες επιλογές της.
Η ιστορία και το περιεχόμενο του κινήματος κατά της εξόρυξης και της μεταλλουργίας χρυσού ξεδιπλώνεται καθώς μιλούν πρόσωπα από τις τοπικές κοινωνίες που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ενημέρωση, την αφύπνιση και τη δικτύωση των τοπικών κινημάτων. Μια δεκαπενταετία αγώνων για τη γη, τον αέρα και το νερό από τους κατοίκους της βόρειας Ελλάδας ενάντια στους σύγχρονους χρυσοθήρες.
Η ταινία γυρίστηκε το 1995, πέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο, και βασίζεται σε λόγους και φωτογραφίες της ανοικοδόμησης καθώς και στις υποσχέσεις μιας επερχόμενης «άνοιξης». Είναι όμως δυνατόν η ανοικοδόμηση μιας χώρας να βασιστεί στην ιδιωτικοποίηση και τη συνεργασία με αυτούς που την κατέστρεψαν; Και με ποιο κόστος;
Ποια είναι τα πρακτικά και συμβολικά νοήματα και ποιες οι χρήσεις του δημόσιου χώρου; Πώς επανανοηματοδοτείται το τι είναι δημόσιο σε περιόδους κρίσης; Πώς αντιδρούν οι άνθρωποι όταν διακυβεύονται οι δημόσιοι χώροι και με ποιους τρόπους τους διεκδικούν όταν απειλούνται λόγω οικονομικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων;
Το Future Suspended διερευνά την κληρονομιά των προγραμμάτων μαζικών ιδιωτικοποιήσεων που προηγήθηκαν των Ολυμπιακών του 2004. Εστιάζει στους όλο και πιο περιορισμένους χώρους των μεταναστών στην πόλη και τη συνακόλουθη απαξίωση της ζωής τους. Δείχνει επίσης, το πώς εν καιρώ κρίσης αυτή η απαξίωση γενικεύεται. Η ταινία ανιχνεύει την άνοδο ενός αυταρχικού-οικονομικού συμπλέγματος και τους τρόπους με τους οποίους αυτό περιορίζει τον δημόσιο χώρο στην πόλη, πυροδοτώντας την κοινωνική απόγνωση και τον θυμό.
Λίγους μόνο μήνες μετά την εφαρμογή των πρώτων μέτρων λιτότητας από την κυβέρνηση, οι κάτοικοι της Κερατέας αποφάσισαν να αγωνιστούν ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση της περιοχής τους, στην αυταρχική πολιτική του κράτους και στα εταιρικά συμφέροντα που βρίσκονταν πίσω από την κατασκευή ενός ΧΥΤΑ δίπλα σε κατοικίες και χωράφια.
Για το ντοκιμαντέρ εργάστηκε μια συλλογικότητα τριών κινηματογραφιστών· της Αφροδίτης Μπάμπαση, του Κωνσταντίνου Κατριού και του Επαμεινώνδα Σκαρπέλη. Η ιδέα τους ήταν να παραχθεί μια ανεξάρτητη ταινία, που θα αποκάλυπτε τη σχέση ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και τις εταιρίες δίνοντας έμφαση στον αγώνα και τα επιχειρήματα των κατοίκων της Κερατέας.
Ένας Παλαιστίνιος ποιητής κι ένας Ιταλός δημοσιογράφος συναντούν στο Μιλάνο πέντε Παλαιστίνιους και Σύρους που πέρασαν στην Ευρώπη μετά τη φυγή τους από τον πόλεμο. Με την ελπίδα ότι οι ίδιοι δεν θα συλλαμβάνονταν ως διακινητές, αποφάσισαν να βοηθήσουν τους πρόσφυγες να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους προς τη Σουηδία, σκηνοθετώντας έναν γάμο. Σε αυτό το φορτισμένο συναισθηματικά ταξίδι αναδύονται ιστορίες, ελπίδες και όνειρα, αλλά επίσης αποκαλύπτεται μια άγνωστη πτυχή της Ευρώπης· μια διεθνής, αλληλέγγυα και «ασεβής» Ευρώπη που εξευτελίζει τους νόμους και τους περιορισμούς ενός μασκαρεμένου φρουρίου.